- στιγματικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίγμα2. φρ. «στιγματικό οπτικό σύστημα» — το οπτικό σύστημα που μετατρέπει μια ομοκεντρική φωτεινή δέσμη σε μια άλλη επίσης ομοκεντρική φωτεινή δέσμη και παρέχει σημειακό είδωλο σε περίπτωση μιας σημειακής φωτεινής πηγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίγμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.